Άνοιξε τα μάτια της. Δεν υπήρχε λόγος που ξύπνησε, όλα ήταν ήσυχα.
Αγκάλιασε σφιχτά την πλάτη του, βυθίστηκε στο άρωμά του.
Κουνήθηκε λιγάκι για να της δείξει ότι δεν κοιμάται, έπιασε τα χέρια της και τα τύλιξε γύρω του.
Για πρώτη φορά της φάνηκε υπέροχος ο ήλιος που εκείνος λάτρευε να μπαίνει το πρωί από το παράθυρο. ο ήλιος που τους ζέσταινε. Αφουγκράστηκε για να πιάσει κάποιον ήχο από το κάτω πάτωμα.
Τίποτα. οι φίλοι δεν είχαν ξυπνήσει. Έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε το χθεσινό βράδυ.
Τη μουσική, τον καπνό, τους φίλους, τη συζήτηση, την οικειότητα. Εκείνον.
Εκείνον που δεν τον είχε ξαναμοιραστεί ποτέ πριν. Αυτό που δεν είχαν ξαναμοιραστεί ποτέ πριν.
ένιωσε τόσο αληθινά και απόλυτα ολοκληρωμένη που φοβήθηκε.
Φοβήθηκε πολύ πως αν καθόταν κι άλλο θα γινόταν άπληστη. και οι άπληστοι, ήξερε, τα χάνουν όλα.
Ντύθηκε βιαστικά, κατέβηκε αθόρυβα κι έφυγε.
Τώρα, χρόνια μετά, δεν έχει μείνει τίποτα από εκείνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου