Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;
Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο -τι δυνατό το στήθος σου,-τι δυνατό φεγγάρι,- η πολυθρόνα λέω,- κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ'το τραπέζι
μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, -αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του`
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου -μην κοιτάξεις μέσα,
είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει -μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε,
ακούστε με που σας μιλάω -θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος -θα πέσεις-
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές -δεν τις ακούτε;
Βαθύ -βαθύ το πέσιμο,
βαθύ -βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μεσ στ άνοιχτα φτερά του,
βαθειά -βαθειά η αμίληκτη ευεργεσία της σιωπής,
-τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης, όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,
ανάσα του ωκεανού. Ωραίος, ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, -πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα, εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα -ο εξαίσιος ίλιγγος.
Έτσι κάθε απόβαθρο
έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.
1 σχόλιο:
Κοριτσάκι μου,
μὲς στὸ βουβὸ πηγάδι τοῦ φεγγαριοῦ
σοῦ ῾πέσε ἀπόψε τὸ πρῶτο δαχτυλίδι σου.
Δὲν πειράζει.
Ἀργότερα θὰ φτιάξεις ἄλλο
νὰ παντρευτεῖς τὸν κόσμο μὲς στὸν ἥλιο.
Γιατὶ δὲν εἶναι κοριτσάκι
νὰ μάθεις μόνο ἐκεῖνο ποὺ εἶσαι,
ἐκεῖνο ποὺ ἔχεις γίνει,
εἶναι νὰ γίνεις
ὅ,τι ζητάει
ἡ εὐτυχία τοῦ κόσμου.
Ἄλλη χαρὰ
δὲν εἶναι πιὸ μεγάλη
ἀπ᾿ τὴ χαρὰ ποὺ δίνεις
Νὰ τὸ θυμᾶσαι κοριτσάκι.
Κοριτσάκι μου,
θέλω νὰ σοῦ φέρω
τὰ φαναράκια τῶν κρίνων
νὰ σοῦ φέγγουν τὸν ὕπνο σου.
Θέλω νὰ σοῦ φέρω ἕνα περιβολάκι
ζωγραφισμένο μὲ λουλουδόσκονη
πάνω στὸ φτερὸ μιᾶς πεταλούδας
νὰ σεργιανάει τὸ γαλανὸ ὄνειρό σου.
Θέλω νὰ σοῦ φέρω
ἕνα σταυρουλάκι αὐγινὸ φῶς
δυὸ ἀχτίνες σταυρωτὲς ἀπὸ τοὺς στίχους μου
νὰ σοῦ ξορκίζουν τὸ κακὸ
νὰ σοῦ φωτᾶνε μὴ σκοντάψεις.
:)
Δημοσίευση σχολίου