καθόσουν ήρεμα δίπλα μου
και κάθε που άπλωνα τα χέρια να σ' αγγίξω
το σχήμα του κορμιού σου άλλαζε
από κίνητρο γινόταν πρόκληση
από πρόκληση απαίτηση
και κάθε που έκανα να σου πω κάτι
οι λέξεις δεν λειτουργούσαν
σαν να μην ταίριαζαν μεταξύ τους
ή σαν να είχε χαθεί το νόημα της κάθεμιας ξεχωριστά
και κάθε που έκανα να φύγω
δεν μπορούσα να κουνηθώ
σαν να μην ήθελε το σώμα να υπακούσει
έπρεπε να μείνω εκεί, στη διπλανή καρέκλα
χωρίς να υπάρχω.
Τις νύχτες που ξυπνούσα απ' το όνειρο και μπορούσα να μιλήσω
δεν συνάντησα ποτέ το βλέμμα σου
κι έτσι έμεναν τα λόγια καρφωμένα στον τοίχο.
το πρωί που ήσουν ζωντανόςμ' έπνιγαν τα σύρματα στο λαιμό μου
κι έπρεπε να καθαρίζω απ' όπου περνούσα
για να μην προσέξεις το αίμα στο πάτωμα
και με μαλώσεις που άφηνα ίχνη παρουσίας.