Κρότοι και φωνές στο κεφάλι μου, η αναπνοή μαχαιρώνει τα πνευμόνια, τα τύμπανα μπουκώνουν κι η ατμόσφαιρα αλλάζει, βαραίνει. Κλείνω τα μάτια σχεδόν τελείως, να μην χύνονται υγρά σε διαμαρτυρία. Το δέρμα τσιτώνει και πονάει.
Κι εγώ νιώθω σαν να επιπλέω σ' ένα όνειρο. Τρέχω ασταμάτητα, θα τρέχω σε άπειρο χρόνο και δεν θα φτάνω πουθενά. Όλα καίγονται κι εσύ χαμογελάς με τη γιορταστική μυρωδιά του καμένου. Νιώθω πως αν περιμένω άλλο, θα φουντώσω κι η ίδια από αυτογενή ανάφλεξη και θα εκραγώ προς τα μέσα.
Η ανάσα καίει όλο και περισσότερο τα πνευμόνια. Φοβάμαι, σαν να μ' έχουν δέσει σ' έναν τεράστιο χαρταετό που πετάει με δέκα μποφόρ. Μέχρι ο άνεμος να φύγει γι' αλλού και να πέσω με μια απεγνωσμένη, άχαρη βουτιά.