αλήθεια είναι. ακόμα κρύβομαι.
από συνήθεια πια.
ίσως είναι το μόνο που μετάνιωσα, έτσι νομίζω τώρα.
παρακολούθησα τα γεγονότα από ψηλά, σαν να βρισκόμουν αλλού.
έβλεπα τη θάλασσα να φουσκώνει κάτω από τα πόδια μας.
κι εκείνους που φώναζα παιδιά να γελάνε.
κι όταν τους άκουγα να γελάνε ξάπλωνα κάτω για να βλέπω τ' αστέρια.
κι όταν ξάπλωνα φυσούσαν τον καπνό στο πρόσωπό μου για να γίνω ένα μαζί τους.
και προσευχόμουν να μην ξημερώσει ποτέ.
θυμάμαι πως κοιμόμουν πολύ..
τόσο που έχανα τις μέρες, τα λόγια, τις σκέψεις, τις δυνάμεις μου.
εναλλάσσονταν τα όνειρα, εξαφανίζονταν όλα τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας.
βυθιζόμουν στη λύτρωση, κάθε φορά περισσότερο.
είχε ζέστη.
έβρισκα στα σεντόνια ανθρώπους που έλειπαν χρόνια.
δεν ξέρω αν υπήρχα στ' αλήθεια.
νομίζω μπορούσα να πετάξω.