Περνούσες φάσεις. εσύ και οι φρίκες σου
χρειαζόσουν απελπισμένα κάποιον, οποιονδήποτε
και βρέθηκα εγώ, που δεν είχα ανάγκη κανέναν.
Και έγινες η ανάγκη μου.
Με παγίδευσες πονηρέ. Με παγίδευσες μέσα στα τρομαγμένα ψέματα που μας ένωναν, τόσο μικρά κι αθώα. Με έκανες να τρέμω με μάτια ορθάνοιχτα μπροστά στη θάλασσα και τον αλμυρό αέρα.
Με παγίδευσες σ' ένα κόσμο άρρωστο, όπου η παράνοια θεωρείται υγεία και η υγεία παράνοια.
Σ'ένα κόσμο που αξίζει να καεί
και τον γουστάρω.
[Να θυμάσαι μωρό μου, ότι η επιφανειακή ηρεμία είναι πιο επικίνδυνη
από φωνές οργής ή βίαιες απειλές.
κι ότι ο θάνατος παραείναι εύκολος για μας.
εμείς θα ζήσουμε πολεμώντας.
εμείς θα καταστρέψουμε κόσμους ολόκληρους.
εμείς είμαστε οι μεγαλύτεροι πυρομανείς απ' όλους.
Και τελικά
εμείς οι δυο είμαστε.
Εμείς εναντίον όλων.
όλων αυτών που έχουν ξεχάσει πως είναι να μην ανασαίνεις
να μην βρίσκεις ησυχία
να διψάς για το σώμα του άλλου τόσο που πονάει
να χάνεις το νου σου από την καύλα.
Εμείς έχουμε το ίδιο αίμα.
Αγαπήσαμε τον πόνο και την ανάγκη γιατί έτσι νιώσαμε ζωντανοί.
μετά αγαπήσαμε ο ένας τον άλλο και νιώσαμε σχιζοφρενείς.
σχιζοφρενείς με σακατεμένο μυαλό
σχιζοφρενείς με κορμιά που χρειάζονται το ίδιο δηλητήριο που τους έχει καθηλώσει σ' αυτή την αξιοθρήνητη κατάσταση της ύπαρξης.
δεν το λαχταρούν απλώς, το χρειάζονται.
σχιζοφρενείς με ψυχές γεμάτες εχθρούς που τρέφονται από την βούλησή τους
έτσι ώστε να μην μπορούν ν' αντισταθούν.
αγκιστρωμένοι σε μια αρρώστια πολύ σοβαρή
που τους δίνει τη δυνατότητα να πιστέψουν όσα ψέματα είναι αναγκαία.
ακόμα και το τραγικότερο όλων
ότι δεν είναι υπόδουλοί της αλλά είναι ελεύθεροι.]
Αν εκείνη η μέρα ήταν μέρος θα ήταν κομμάτι της ερήμου
κι εγώ θα στεκόμουν γυμνή κάτω από τον φονιά ήλιο.
Κι αν εσύ ήσουν ναρκωτικό θα ήσουν από εκείνα που ρέουν στις φλέβες,
ψιθυρίζοντας όνειρα σε κάθε ζωντανό κύτταρο στο κορμί μου.